Η ημέρα που πάντα αφέρπιζες
Τζείνη η ώρα που κρυφά έτρεμες
Η στιμή που σου θκιούσεν εφιάλτες
Την πόρταν του σπιθκιού σου εφάτσςηεν
Ποκλείωτην τζαι ορθάννοιχτην την ήβρεν
Του κατωφλιού έμπειν, έσσω επέραεν
Κλαίεις τζαι οδύρεσαι
Για το τέλος παουρίζεις, σςυλλοφοάσαι
Γιατί η πίστη τζαι η γύναμη σου αήκαν σε
Τα όπλα εν σώννεις να τα σηκώεις
Τα πόθκια σου ούτε να τα κωλοσύρεις
Τον νουν σου εν ιμπορείς να τον κουμαντάρεις
Εμέν μεν με ασκοπάς
Για να σου τανύω μεν με παρακαλάς
Το σςέριν μου ξαπόλα μεν βαστάς
Εγιώ φεύκω, αήννω σε μανιχόν σου
Μεν αγκρίζεσαι, μεν με έσςεις ειστό άχτιν σου
Ούλλοι είχαμεν την τύσςην του λόου σου
Ποσςαιρετώ σε άντζακκις που σε λυπούμαι
Καλήν αντάμωσην μας εύκουμαι
Για λόου σου εννά προσεύκουμαι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου